μανίτσα
(ουσ. θηλ.)
μανίτζα
[maˈnidza]
Σίλατ., Σινασσ.
μανίτσα
[maˈnitsa]
Αξ., Αραβ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. μανίτζα = μανούλα.
Θωπευτ., μητέρα, μανούλα
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Αγιούρ, αγιούρ μανίτζα μου, αγιούρ να πάμ' απέσω
(Σήκω, σήκω μανούλα μου, σήκω να πάμε μέσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τι κλαις, τι κλαις, μανίτσα μ'! Τι κλαις κι αναστενάζεις;
(Τι κλαις, τι κλαις, μανούλα μου! Τι κλαις κι αναστενάζεις;)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Ήρθε και το χινιά, μανίτσα μ'
Εγώ ντε τέλω στα χέριαμ' χινιά, μανίτσα μ'! (Ήρθε και η χέννα για το βάψιμο νυχιών του γάμου, μανούλα μου!
Εγώ δεν θέλω στα χέρια μου χέννα, μανούλα μου!) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. μαμμάκα
Εγώ ντε τέλω στα χέριαμ' χινιά, μανίτσα μ'! (Ήρθε και η χέννα για το βάψιμο νυχιών του γάμου, μανούλα μου!
Εγώ δεν θέλω στα χέρια μου χέννα, μανούλα μου!) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. μαμμάκα