ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανίτσα (ουσ. θηλ.) μανίτζα [maˈnidza] Σίλατ., Σινασσ. μανίτσα [maˈnitsa] Αξ., Αραβ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. Μεσν. ουσ. μανίτζα = μανούλα.
Θωπευτ., μητέρα, μανούλα ό.π.τ. : || Ασμ. Αγιούρ, αγιούρ μανίτζα μου, αγιούρ να πάμ' απέσω (Σήκω, σήκω μανούλα μου, σήκω να πάμε μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Τι κλαις, τι κλαις, μανίτσα μ'! Τι κλαις κι αναστενάζεις; (Τι κλαις, τι κλαις, μανούλα μου! Τι κλαις κι αναστενάζεις;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Ήρθε και το χινιά, μανίτσα μ'
Εγώ ντε τέλω στα χέριαμ' χινιά, μανίτσα μ'!
(Ήρθε και η χέννα για το βάψιμο νυχιών του γάμου, μανούλα μου!
Εγώ δεν θέλω στα χέρια μου χέννα, μανούλα μου!)
Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
Συνών. μαμμάκα