μαμμάκα
(ουσ. θηλ.)
μαμμάκα
[maˈmaka]
Μισθ.
μα'άκα
[maʹaka]
Μισθ.
Από το ουσ. μαμμά (ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -κα.
Θωπευτ., μητέρα, μανούλα
:
Ιτιά ’α κόλλ’φα ντώσ’ τα λίου ντου μαμμάκα σ’
(Αυτά τα κόλλυβα, δώσ’ τα λίγο της μανούλας σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Απ' Ρουσία ήβ'ρι λίρις ηδουν, λέιξι μαμμάκα μ'
(Από τη Ρωσία είχε φέρει λίρες, έλεγε η μαμάκα μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ήρτι μα’άκα σ’;
(Ἠρθε η μανούλα σου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Απού ποιο χωριό έφ'χιτ'; έφ'χαν; μπα'άκα σ' τσ̑ι μα'άκα σ' από ποιο χωριό τσ̑όουν;
(Από ποιο χωριό φύγατε, έφυγαν; Ο μπαμπάκας σου και η μαμάκα σου από ποιο χωριό ήταν;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
μαμμούκα :1, μανίτσα