ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαμμάκα (ουσ. θηλ.) μαμμάκα [maˈmaka] Μισθ. μα'άκα [maʹaka] Μισθ. Από το ουσ. μαμμά (ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -κα.
Θωπευτ., μητέρα, μανούλα : Ιτιά ’α κόλλ’φα ντώσ’ τα λίου ντου μαμμάκα σ’ (Αυτά τα κόλλυβα, δώσ’ τα λίγο της μανούλας σου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Απ' Ρουσία ήβ'ρι λίρις ηδουν, λέιξι μαμμάκα μ' (Από τη Ρωσία είχε φέρει λίρες, έλεγε η μαμάκα μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήρτι μα’άκα σ’; (Ἠρθε η μανούλα σου;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απού ποιο χωριό έφ'χιτ'; έφ'χαν; μπα'άκα σ' τσ̑ι μα'άκα σ' από ποιο χωριό τσ̑όουν; (Από ποιο χωριό φύγατε, έφυγαν; Ο μπαμπάκας σου και η μαμάκα σου από ποιο χωριό ήταν;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μαμμούκα :1, μανίτσα