μαμουλίζω
(ρ.)
μαμουλίζω
[mamuˈlizo]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
μαμολίζω
[mamoˈlizo]
Σινασσ.
Νεότ. ρ. μαμμουλίζω (Λεξ. Γερμ. Δουκ.), αγν. ετύμ., πιθ. απώτερα ηχομιμητ., σχετιζόμενο με το ουσ. μαμμά = παιδική λ. για το ψωμί. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (Ζακ. Κως Νάξ. Παρ. Πόντ. κ.α., αρχείο ΙΛΝΕ). Κατά τον Κοραή (Ἄτ. 5.183-184) συνδέεται με το αρχ. μοιμύλλω = θηλάζω, τρώω. Κατά τον Ανδριώτη (1983. λ. μαμουλίζω) από το ἰταλ . mammolo = βρέφος και το επίθμ. -ίζω.
Μασουλίζω, μασώ με δυσκολία, μασώ χωρίς δόντια
ό.π.τ.