ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαμμά (II) (ουσ. θηλ.) μάμμα [ʹmama] Φλογ. μαμμά [maˈm] Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ. μα [ma] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεταγν. μάμμα < αρχ. μάμμη = μαμά. Ο τύπ. μα και Καλαβρ., ήδη αρχ.
1. Μητέρα, μαμά ό.π.τ. : Εκείνη ασ’ ση μαμμά της τ’ άκουε (Εκείνη από την μάνα της τα άκουγε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μασάλ' ντέ ξέρου, μασάλια τότες μαμά μ’ ξέριξιν (Παραμύθι δεν ξέρω, παραμύθια τότε η γιαγιά μου ήξερε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η επέ μου, σ’ μα μου η μα, ήτουν στανιέρι (Η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου, ήταν άρρωστη) Φκόσ. -Παπαδ. Σαμού πήνι σο σπίτι, λέ τα η μά μου «Τό τσ̑οτσ̑ούχι πού ένι;" (Όταν πήγε στο σπίτι, του λέει η μαμά μου "Το παιδί πού είναι;") Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Γιαγιά Φλογ.