μαμμά (II)
(ουσ. θηλ.)
μάμμα
[ʹmama]
Φλογ.
μαμμά
[maˈm]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ.
μα
[ma]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεταγν. μάμμα < αρχ. μάμμη = μαμά. Ο τύπ. μα και Καλαβρ., ήδη αρχ.
1. Μητέρα, μαμά
ό.π.τ.
:
Εκείνη ασ’ ση μαμμά της τ’ άκουε
(Εκείνη από την μάνα της τα άκουγε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μασάλ' ντέ ξέρου, μασάλια τότες μαμά μ’ ξέριξιν
(Παραμύθι δεν ξέρω, παραμύθια τότε η γιαγιά μου ήξερε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η επέ μου, σ’ μα μου η μα, ήτουν στανιέρι
(Η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου, ήταν άρρωστη)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Σαμού πήνι σο σπίτι, λέ τα η μά μου «Τό τσ̑οτσ̑ούχι πού ένι;"
(Όταν πήγε στο σπίτι, του λέει η μαμά μου "Το παιδί πού είναι;")
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Γιαγιά
Φλογ.