ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλλιάρης (επίθ.) μαλλι-άρη [maliʹari] Φάρασ. μαλλιέρη [maˈʎeri] Φάρασ. μαλλιέρ'ς [maˈʎers] Φάρασ. Πληθ. Αρσ. μαλλιέροι [maˈʎeri] Ουδ. μαλλι-έρικο [maʹlieriko] Φάρασ. μαλγέρικο [maˈlʝeriko] Φάρασ. Από το ουσ. μαλλί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης, πβ. το κοινό αναμαλλιάρης.
1. Μαλλιαρός : Ένι μαλλι-άρη η καρντία του (Είναι τριχωτό το στήθος του) Φάρασ. -Ανδρ. || Φρ. Μο τ’ ετό το τσ̑ουφάλι ’α κάτσ’ σ’ α μαλλι-έρικο (Με αυτό το κεφάλι θα κάτσεις σ’ ένα μαλλιαρό (ενν. πέος)˙ θα πάθεις μεγάλη ζημιά με το μυαλό που κουβαλάς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιλλούς, γουλιάρης, τουγιάρης, τραχαριέρης, τριχερός
2. Ως ουσ., το μαλλιαρό τέρας, και ειδικότ., ο δαίμονας, ο νεκρός που επισκέπτεται τα σπίτια κατά την διάρκεια του Δωδεκαήμερου : Έμbη σο σπήλον 'μπέσου […] είδεν ντι κι εμώθαν οι μαλλιέροι (Μπήκε στη σπηλιά μέσα […] είδε ότι την είχαν γεμίσει μαλλιαρά τέρατα) Φάρασ. -Dawk. Πήρεν τζ’ ο μαλλιέρ’ αν άου αβντίδα ν’ τα ζαναχ̇έψει dεγι, ούλ’τσαν τα σίχ̇ε τζαι τα μακρέ του τα τσ̑άρε (Πήρε και το μαλλιαρό τέρας ένα άλλο δαυλί για να τον μιμηθεί, έπιασαν φωτιά οι πυκνές και μακριές του τρίχες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αλακατσάνος, δωδεκάρι :2, κατσιβέλι, κόντσολος, μνημοράτος :2, σερόνι :2