μαλλιάζω
(ρ.)
Αόρ.
μάλλιασα
[ˈmaʎasa]
Σινασσ.
μαλλιέσα
[maˈʎesa]
Φάρασ.
Από το ουσ. μαλλί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Η σημ. 2 πιθ. από το μεσν. ρ. μαλιάω = πάσχω από την ασθένεια της μάλης, το οπ. από το μεσν. ουσ. μᾶλις 'η ασθένεια μάλη των ιπποειδών' (< αρχ. ουσ. μηλίς), πβ. Δαπόντ. Κῆπ. χαρ. 491 «Τὸν συντυχαίνουν συγγενεῖς, τὸν συμβουλεύουν φίλοι νὰ μὴν ὑπάγῃ, νὰ σταθῇ· τοὺς μάλλιασαν τὰ χείλη». Για την τεκμηρίωση της ετυμολογίας, βλ. Sopholcles (1860, λ. μαλιασμός) και Κατσούδα (2023).
2. Στο γ' εν., ξεραίνεται το στόμα μου, λευκαίνεται η γλώσσα από πυρετό
Σινασσ.
:
|| Φρ.
Πε, πε, μάλλιασε η γλώσσα μου
(Πες, πες, μάλλιασε η γλώσσα μου˙ για την ανεπιτυχή προσπάθεια να πω κάτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πβ.
γανιάζω :2