μάλλινος
(επίθ.)
μάλλινο
[ˈmalino]
Μισθ., Σινασσ.
Μεσν. επίθ. μάλλινος.
2. Ως ουσ., το μάλλινο ρούχο
Μισθ.
:
Άπαξ να μή φορώνεις λίου μάλλινο, φόρουνις μι ντου φτείρ’ ααπάνους ντε φεύκ’σι
(άπαξ να μη φορούσες λίγο μάλλινο, άμα φορούσες όμως οι ψείρες από πάνω σου δεν φεύγανε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.