ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάλλινος (επίθ.) μάλλινο [ˈmalino] Μισθ., Σινασσ. Μεσν. επίθ. μάλλινος.
1. Μάλλινος Σινασσ. Συνών. μαλλίτικος, μαλλιώνας, σαλώνα
2. Ως ουσ., το μάλλινο ρούχο Μισθ. : Άπαξ να μή φορώνεις λίου μάλλινο, φόρουνις μι ντου φτείρ’ ααπάνους ντε φεύκ’σι (άπαξ να μη φορούσες λίγο μάλλινο, άμα φορούσες όμως οι ψείρες από πάνω σου δεν φεύγανε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.