ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάλι (ουσ. ουδ.) μάλι [ˈmal] Σίλ., Τελμ., Φάρασ. μάλ' [mal] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ. μα̈́λ' [mæl] Μισθ. Πληθ. μάλια [ˈmaʎa] Ουλαγ., Σίλατ. μάλα̈ [ˈmalæ] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μάλι (Mackridge 2021: 80), το οπ. από το τουρκ. mal = κινητή και ακίνητη περιουσία.
1. Περιουσία ό.π.τ. : Πούλτσε το μάλι του (Πούλησε την περιουσία του) Φάρασ. -Dawk. Ους να σι λιαρώσου χάρτσιψα όλουν μ’ ντου μάλ' (Μέχρι να σε κάνω καλά ξόδεψα όλη μου την περιουσία) Μισθ. -Κοτσαν. Το σπίτσι μ’ και το μάλι μ’ ότσι έχω του νύφη μ’ νται (Το σπίτι μου και η περιουσία μου και ό,τι έχω της νύφης μου είναι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να παράϊα έχεις να μα̈́λ' (Ούτε χρήματα έχεις ούτε ιδιοκτησία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χέκ'νι λία απουγά επιτσ̑ά να κουμbώσ’νι να πάρ’νι ντου μάλ' μας (Βάζουν κάποιους αποδώ από εκεί να ξεγελάσουν να πάρουν την περιουσία μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Χεγός να σε δὠκ’ πολύ μάλ' (Ο Θεός να σου δώσει πολλή περιουσία˙ ευχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντεβλετιού μάλ' (Του κράτους η περιουσία˙ κρατική περιουσία) Ανακ. -Κωστ.Α. Μαλ μουdϋρΰ (Διευθυντής περιουσίας˙ οικονομικός έφορος) Αξ. -Μαυροχ. || Παροιμ. Του νεκέση το μάλι χάνεται ’σ’ του τσ̑ομάρτη πολύ (Η περιουσία του τσιγγούνη χάνεται περισσότερο από του χουβαρντά˙ ο φιλάργυρος ξοδεύει εντέλει περισσότερα από τον γενναιόδωρο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του ζενgίνη το μάλι, του φουκαρά τα καdζ̑ία (Του πλούσιου η περιουσία, του φτωχού τα λόγια˙ Όσο και να φωνάζει ο φτωχός, θα γίνει τελικά αυτό που θέλει ο πλούσιος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Γενικότ., αντικείμενα, πράγματα Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : «Έγερ ιτό αν έν’ κανείς» έπε «να γέν’ το 'μό, αν έν’ μάλ'» έπε «ας έν’ το σότιρ» έπε (Αν αυτό είναι άνθρωπος» είπε «να γίνει δικό μου, αν είναι πράγματα» είπε «Aς γίνει δικό σου) Ουλαγ. -Dawk. Τράν’σε, ήτον ένα μάαζα, και ήταν ένα πολλά μάλια και παράγια (Κοίταξε, ήταν ένα μαγαζί, και υπήρχαν πολλά πράγματα και χρήματα) Ουλαγ. -Dawk. Οι εσνάφοι 'γοράσκανε μάλι στο Βερέκι (Οι τεχνίτες αγόραζαν πράγματα στο Βερέκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ντουζένι, πράμα, σέι