μαλακοπίτικος ( επίθ.
)
μαλακοπίτικου
[malakoˈpitiku]
Μαλακ.
μαλακοπίτ'κο
[malakoˈpitko]
Σινασσ.
...
μαλακούτσικα
(επίρρ.)
μακούσκα
[maˈkuska]
Σατ.
Από το επίθ. μαλακούτσικος, όπου και τύπ. μακούσκου και το παραγώγ. επίθμ. -α.
Απαλά, ελαφρά
ό.π.τ.
:
Ο δεσπότ' έκρουσιν το δισώμι του παπά μακούσκα
(Ο δεσπότης χτύπησε ελαφρά τον παπά στον ώμο)
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
αγάλια