ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλακούτσικα (επίρρ.) μακούσκα [maˈkuska] Σατ. Από το επίθ. μαλακούτσικος, όπου και τύπ. μακούσκου και το παραγώγ. επίθμ. .
Απαλά, ελαφρά ό.π.τ. : Ο δεσπότ' έκρουσιν το δισώμι του παπά μακούσκα (Ο δεσπότης χτύπησε ελαφρά τον παπά στον ώμο) Σατ. -Παπαδ. Συνών. αγάλια