ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγάλια (επίρρ.) αγάλια [aˈɣaʎa] Σινασσ., Τελμ. ’γάλια [ˈɣaʎa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. ’κάλια [ˈkaʎa] Ανακ., Φλογ. qάλια [ˈqaʎa] Φλογ. Πληθ. ’γαλιάτ’ [ɣaˈʎat] Μισθ. Μεσν. επίρρ. ἀγάλια. Ο τύπ. ’γάλια από ήδη μεσν. τύπ. ’γάλι. Ο τύπ. ’γαλιάτ’ αναλογ. ωσάν να επρόκειτο για προστακτ. γάλια-γαλιάτε.
1. Συνήθως με διπλασιασμό του επιρρ., αργά, δίχως βιασύνη Σινασσ. : || Παροιμ. Αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι και το σταφύλι ζάχαρη (Σιγά σιγά γίνεται το άγουρο σταφύλι γλυκό σαν μέλι και το σταφύλι γλυκό σαν ζάχαρη˙ Απαιτείται χρόνος και υπομονή για να επιτευχθεί ένας στόχος) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αργά, βαριά, γιαβάς
2. Με τρόπο αθόρυβο, σιγανά Τελμ. : || Ασμ. Να σε ιδώ, χάρε, μου ’ς ένα πλατύ λιβάδι
ο μαύρος να βόσκεται και σύ ν’ αποκοιμάσαι,
να ήρθ’ αγάλια αγάλια, να ήρθ’ ενέσια ενέσια
(Να σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου άλογο να βόσκει και εσύ να έχεις αποκοιμηθεί,
να έρθω αθόρυβα, να έρθω ήρεμα ήρεμα)
Τελμ. -ΚΜΣ 63
Συνών. αγαληνά, ανέσια, γιαβάς
β. Και ως επίθ., σιγανός Σίλ. : Γιούκ’σα ένα τ͑απ͑ουρτού ’γάλια ’γάλια (Άκουσα έναν σιγανό θόρυβο ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Χωρίς πίεση ή ένταση, σιγά Αξ. : ’γάλια φτερνάς τ’ άλογο (Χωρίς πίεση να κεντρίζεις το άλογο, ενν. για να μην τρέξει) Αξ. -Μαυροχ.
4. Ως επιφών., στάσου, σιγά, πρόσεχε Μισθ. : ’γαλιάτ’ γιαβρούμ’ (Προσέχετε παιδιά μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. απαντέχω
5. Ως επίρρ., μη τυχόν και Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ. : ’γάλια πσ̑ίνεις, να γενείς γκεγίκ! (Μη τυχόν και πιεις (ενν. το μαγεμένο νερό) θα γίνεις ελάφι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ’γάλια τρώτ’, είν’ του Γιωβάνν’ (Μην τυχόν και φάτε, είναι του Ιωάννη (ενν. η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Αποκεφαλιστή, κατά την οποία νήστευαν τα πάντα)) Ανακ. -Κωστ.Α. Κάλια κλάνεις (Μην τυχόν και σου φύγει καμιά κλανιά) Ανακ. -Κωστ.Α. ’άλια τουτσά ένα σ̑έι μη ποίσ̑εις (Μην τυχόν και κάνεις έτσι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 ’γάλια παθαίνομ’ ετό το κεπεζελίχ’, κι ύστερα γλυτωμό δεν έχω ασ’ τον άνdρα μ’ (Μην τυχόν πάθουμε αυτό το ρεζιλίκι, και ύστερα γλυτωμό δεν έχω απ’ τον άντρα μου) Σινασσ. -Λεύκωμα ’γάλια σ̑άνεις του μπιάρτσ̑α (Μην το κάνεις γρήγορα) Μισθ. -Κοτσαν. ’γάλια βγάλεις σες, αν βγάλεις σες να σι σάξου (Μην τυχόν και βγάλεις μιλιά, αν βγάλεις μιλιά θα σε σφάξω) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 ’γάλια τούτσα ένα σ̑έι μη ποίσεις, οπ’ τ’ εβλατλίχι θε σου βγάλω (Πρόσεξε καλά μην κάνεις τέτοιο πράγμα, θα σε αποκληρώσω) Σίλ. -Συλλ.
6. Ως σύνδ. σε ρητορικές ευθείες ερωτήσεις, μήπως Μισθ. : 'γάλια ακούς κανείνα; (Μήπως ακούς κανένα;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μάκαρες, μη, μπέλκι