αγαλίκι
(ουσ. ουδ.)
αγαλίκ’
[aɣaˈlik]
Σινασσ.
αγαλίχι
[aɣaˈlixι]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ἀγαλίκι, το οπ. από το τουρκ. ağalık = α) η ιδιότητα του αγά β) γενναιοδωρία. Για πρώιμες μαρτυρίες, ετυμολ. και σημασιολ. εύρος στην ελλ. βλ. Δημητρόπουλος (2009).
1. Η περιοχή της δικαιοδοσίας του αγά
Φάρασ.
2. Αρχοντιά, αβρότητα
Σινασσ., Φάρασ.