αγαπητερός
(επίθ.)
αγαπητερό
[aɣapiteˈro]
Ανακ.
Μεσν. επίθ. ἀγαπητερός, βλ. Λεξ. Γερμ. Βλάχ. Σομ. Η λ. και Κρήτ.
Αυτός που εύκολα αγαπιέται, αξιαγάπητος.