αγγαρεύω
(ρ.)
ανgαρεύω
[aŋgaˈrevo]
Αραβαν., Γούρδ.
ανgαρεύου
[aŋgaˈrevu]
Μισθ., Σίλ.
Μεταγν. ρ. ἀγγαρεύω.
Εξαναγκάζω κάποιον να κάνει αγγαρεία
ό.π.τ.