ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγαπημένα (επίρρ.) αγαπημένα [aɣapiˈmena] Αραβαν. αγαπωμένα [aɣapoˈmena] Σίλατ. Μεσν. επίρρ. ἀγαπημένα.
Με αγάπη, με ομόνοια ό.π.τ. : Χεμετέν παιγάσαν ντο σο σπίτ’. Γιασ̑άσα’ι αγαπωμένα (Αμέσως την πήγε στο σπίτι του. Ζήσανε αγαπημένα) Σίλατ. -Dawk.