αγαπημένα
(επίρρ.)
αγαπημένα
[aɣapiˈmena]
Αραβαν.
αγαπωμένα
[aɣapoˈmena]
Σίλατ.
Μεσν. επίρρ. ἀγαπημένα.
Με αγάπη, με ομόνοια
ό.π.τ.
:
Χεμετέν παιγάσαν ντο σο σπίτ’. Γιασ̑άσα’ι αγαπωμένα
(Αμέσως την πήγε στο σπίτι του. Ζήσανε αγαπημένα)
Σίλατ.
-Dawk.