αγάπημα
(ουσ. ουδ.)
αγάπημα
[aˈɣapima]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
’γάπημα
[ˈɣapima]
Μισθ.
αγάπεμα
[aˈɣapema]
Αξ.
Μεταγν. ουσ. ἀγάπημα = αγαπητό πρόσωπο.
1. Η αγάπη ως συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση σε κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Το σο το αγάπημα εξεύρω το
(Την ξέρω την δική σου την αγάπη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μικρό φσ̑αγιού ντο αγάπημα καλό νίσκεται
(Του μικρού παιδιού η αγάπη καλή γίνεται˙ Το μικρό παιδί αγαπιέται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πβ.
ομασία
2. Έρωτας
Αξ., Μισθ.
:
Ούτσ̑α αγάπεμα ντεν έντραντ’σα
(Τέτοια αγάπη δεν ξαναείδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγάπη :1, σεβντάς