ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγάπημα (ουσ. ουδ.) αγάπημα [aˈɣapima] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ. ’γάπημα [ˈɣapima] Μισθ. αγάπεμα [aˈɣapema] Αξ. Μεταγν. ουσ. ἀγάπημα = αγαπητό πρόσωπο.
1. Η αγάπη ως συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση σε κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Το σο το αγάπημα εξεύρω το (Την ξέρω την δική σου την αγάπη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μικρό φσ̑αγιού ντο αγάπημα καλό νίσκεται (Του μικρού παιδιού η αγάπη καλή γίνεται˙ Το μικρό παιδί αγαπιέται) Ουλαγ. -Κεσ. Πβ. ομασία
2. Έρωτας Αξ., Μισθ. : Ούτσ̑α αγάπεμα ντεν έντραντ’σα (Τέτοια αγάπη δεν ξαναείδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγάπη :1, σεβντάς