αβράκωτος
(επίθ.)
αβράκωτο
[aˈvrakoto]
Αραβαν., Σινασσ., Φλογ.
αβράκατο
[aˈvrakato]
Φλογ.
αβράτ’κου
[aˈvratku]
Μαλακ.
Μεσν. επίθ. ἀβράκωτος (LBG), από το στερητ. πρόθμ. α- και το ουσ. βρακί με παραγωγ. επίθμ. -ωτός. Ο τύπ. αβράτ’κου με μετάθ. συλλαβών από τύπ. αβράκουτου και αποβ. του άτονου [u].
Αυτός που δεν φοράει βρακί, ξεβράκωτος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αβράκωτο τσ̑υλιγάρ’
(Ξεβράκωτη αράχνη˙ λεγόταν σκωπτ. στα παιδιά που δεν φορούσαν βρακί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μανdαλώνω και σωρώνω και κοιμούμ’ αβράκωτη
(Μανταλώνω και κλειδώνω και κοιμάμαι ξεβράκωτη˙ αν έχω λάβει τις δέουσες προφυλάξεις, μπορώ ξένοιαστα να κάνω ό,τι θέλω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.