ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβράκωτος (επίθ.) αβράκωτο [aˈvrakoto] Αραβαν., Σινασσ., Φλογ. αβράκατο [aˈvrakato] Φλογ. αβράτ’κου [aˈvratku] Μαλακ. Μεσν. επίθ. ἀβράκωτος (LBG), από το στερητ. πρόθμ. α- και το ουσ. βρακί με παραγωγ. επίθμ. -ωτός. Ο τύπ. αβράτ’κου με μετάθ. συλλαβών από τύπ. αβράκουτου και αποβ. του άτονου [u].
Αυτός που δεν φοράει βρακί, ξεβράκωτος ό.π.τ. : || Φρ. Αβράκωτο τσ̑υλιγάρ’ (Ξεβράκωτη αράχνη˙ λεγόταν σκωπτ. στα παιδιά που δεν φορούσαν βρακί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Μανdαλώνω και σωρώνω και κοιμούμ’ αβράκωτη (Μανταλώνω και κλειδώνω και κοιμάμαι ξεβράκωτη˙ αν έχω λάβει τις δέουσες προφυλάξεις, μπορώ ξένοιαστα να κάνω ό,τι θέλω) Σινασσ. -Αρχέλ.