αβτζής
(ουσ. αρσ.)
αβτζ̑ής
[avˈdʒis]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
αβτζ̑ή
[avˈdʒi]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
αβτσ̑ής
[avˈtʃis]
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
Πληθ.
αβτζ̑οί
[avˈdʒi]
Μισθ., Τροχ.
αβτζ̑ήγ̇ε
[avˈdʒiʝe]
Αξ.
αβτζ̑ήα
[avˈdʒia]
Ουλαγ., Τροχ.
αβτζ̑ήροι
[avˈdʒiri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. avcı = κυνηγός, όπου και διαλεκτ. τύπ. avçı.
1. Κυνηγός
ό.π.τ.
:
Σα ’μπρόν το ζαμάνι, ήτουν αν καό αβτζ̑ής
(Στα παλιά τα χρόνια, ήταν ένας καλός κυνηγός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το κουλάdζ̑ι γροίκ’σεν τ’ αβτζ̑ή το φόβο
(Το φιδάκι κατάλαβε τον φόβο του κυνηγού)
-Θεοδ.Παραδ.
Αβτσ̑ής πήιν ’ς άβια
(Ο κυνηγός πήγε στο κυνήγι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήντου αβτζ̑ή απά ’ς ντ’ άλουγο
(Ήταν ένας κυνηγός απάνω στο άλογο)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Πήν' αβτζ̑ής σο ρουσ̑ί να σ̑ύρει τσ̑αι να φέρει ορτύdζ̑ε τσ̑αι ’αγοί
(Πήγε ο κυνηγός στο βουνό να ρίξει με το όπλο και να φέρει ορτύκια και λαγούς)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Έρονdαι αβτζ̑ήα, βασιλιού αβτζ̑οί
(Έρχονται κυνηγοί, βασιλικοί κυνηγοί)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
κυνηγός
2. Ως επίθ., κυνηγιάρικος
Σίλ.
:
Πολ̑ύ αβτζής σκούνdους ε’
(Πολύ κυνηγιάρικος σκύλος είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6