ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβουκατλίκι (ουσ. ουδ.) απουκατλι̂́χ’ [apukatˈlɯx] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. avukatlık, όπου και διαλεκτ. τύπ. apukatlık.
Δικηγοριλίκι, δικηγορία : Εσέ ετό το απουκατλι̂́χ’ ποιος σε το έμαθεν; (Εσένα αυτό το δικηγοριλίκι ποιος σου το έμαθε;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 29/11/2024