αβουκατλίκι
(ουσ. ουδ.)
απουκατλι̂́χ’
[apukatˈlɯx]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. avukatlık, όπου και διαλεκτ. τύπ. apukatlık.
Δικηγοριλίκι, δικηγορία
:
Εσέ ετό το απουκατλι̂́χ’ ποιος σε το έμαθεν;
(Εσένα αυτό το δικηγοριλίκι ποιος σου το έμαθε;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361