ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβορύα (ουσ. θηλ.) αβορύα [avoˈria] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. βρύον με ανάπτυξη προθετικού α-, βλ. Λουκόπουλος και Πετρόπουλος (1949: 35).
Είδος πόας που φυτρώνει κοντά σε ιαματικές πηγές (αγιασμούς) και στην οποία απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες. : || Ασμ. Αεσμό να πούμε να μυρίσουμε αβορύα
να υπάμι σο φτάλμιν του τζ̑ιπ μας ’ντάμα
( Αγιασμό να πιούμε, να μυρίσουμε αρωματικά βρύα
να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί)
Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.