αγαληνά
(επίρρ.)
αγάληνα
[aˈɣalina]
Τελμ.
Μεσν. επίρρ. αγαληνά, το οπ. από το μεσν. επίρρ. γαληνά. Η προπαροξυτονία του τύπ. αγάληνα αναλογ. προς το ομόρριζο επίρρ. αγάλια.
Με τρόπο αθόρυβο· η λ. μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Να σε ιδώ, χάρε μου, ’ς ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου να βόσκειται, και σύ ν’ αποκοιμάσαι
να ήλθα αγάλια αγάληνα, […], να επήρα του χάρου τα κλειδιά (Nα σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου άλογο να βόσκει) και εσύ να αποκοιμιέσαι
να ερχόμουν σιγά σιγά […] να έπαιρνα τα κλειδιά του χάρου)) Τελμ. -Lag. Συνών. αγάλι, ανέσια
το μαύρο σου να βόσκειται, και σύ ν’ αποκοιμάσαι
να ήλθα αγάλια αγάληνα, […], να επήρα του χάρου τα κλειδιά (Nα σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου άλογο να βόσκει) και εσύ να αποκοιμιέσαι
να ερχόμουν σιγά σιγά […] να έπαιρνα τα κλειδιά του χάρου)) Τελμ. -Lag. Συνών. αγάλι, ανέσια
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025