αγαληνά
(επίρρ.)
αγάληνα
[aˈɣalina]
Τελμ.
Από το μεσν. επίρρ. γαληνά, πβ. Διγ. Esc. 1439 «εἶδα γαληνὰ καὶ ἔρχουνταν πρὸς ἐμέναν». O τύπ. αγαληνά νεότ. Η προπαροξυτονία του τύπ. αγάληνα αναλογ. προς το ομόρριζο επίρρ. αγάλια.
Με τρόπο αθόρυβο· η λ. μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Να σε ιδώ, χάρε μου, ’ς ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου να βόσκειται, και σύ ν’ αποκοιμάσαι
να ήλθα αγάλια αγάληνα, […], να επήρα του χάρου τα κλειδιά (Nα σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου άλογο να βόσκει) και εσύ να αποκοιμιέσαι
να ερχόμουν σιγά σιγά […] να έπαιρνα τα κλειδιά του χάρου)) Τελμ. -Lag. Συνών. αγάλια, ανέσια, γιαβάς
το μαύρο σου να βόσκειται, και σύ ν’ αποκοιμάσαι
να ήλθα αγάλια αγάληνα, […], να επήρα του χάρου τα κλειδιά (Nα σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου άλογο να βόσκει) και εσύ να αποκοιμιέσαι
να ερχόμουν σιγά σιγά […] να έπαιρνα τα κλειδιά του χάρου)) Τελμ. -Lag. Συνών. αγάλια, ανέσια, γιαβάς