αβούκας
(ουσ. αρσ.)
αβούκα
[aˈvuka]
Φάρασ.
Από το ουσ. βαβά = παππούς με αποβολή του αρκτ. [v] και με επίθμ. -ούκα αναλογ. προς το παππούκα. Κατά τον Καρολίδη (1885: 51, πβ. και Dawkins 1916: 580) η λ. προέρχεται από το λατιν. avus = παππούς. Έχει προταθεί και αρμεν. προέλευση, από αμάρτ. αρμεν. ουσ. havuk, υποκορ. του ουσ. haw = παππούς (Βugge 1893: 10).