ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παππούς (ουσ. αρσ.) παππούς [paˈpus] Ανακ., Μπέηκ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ. πάππους [ˈpapus] Μισθ. πάππος [ˈpapos] Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. πάππο [ˈpapo] Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Φερτάκ. πάππου [ˈpapu] Μαλακ. Γεν. Εν. πάππου [ˈpapu] Μισθ. Πληθ. παππούδε [paˈpuðe] Ανακ. πάππουις [ˈpapuis] Μισθ. πάππουια [ʹpapuja] Μισθ. παππούροι [paʹpuri] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. παπποῦς (< αρχ. πάππος).
1. Παππούς ό.π.τ. : Άκουσα να κάνιτ' Ανταλλαγή, να πάτ' σο παππού σας σο Γιονανιστάν (Άκουσα ότι θα κάνετε Ανταλλαγή, θα πάτε στον παππού σας στην Ελλάδα) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Της μάνας μ’ του παππού το βαβά λέϊσκαν το Τσαούς (Τον πατέρα του παππού της μάνας μου τον έλεγαν Τσαούς) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Πάππου μ' τσείδι αστενάρ' (Ο παππούς μου είναι άρρωστος) Μισθ. -Κοτσαν. Κάκα γιαΐ ντώκι ντου πάππου σου τσ̑ουφάλ'; (Η γιαγιά γιατί βάρεσε τον παππού στο κεφάλι;) Μισθ. -Φατ. Δα πάππουις, δα κάκις δα ήρταν τσαού σο χωριό λέισκαν τσι ξέριξι ντα, τσεί'ι νταρά κανένας; (Οι παππούδες, οι γιαγιάδες που ήρθαν εδώ στο χωριό (από την Τουρκία) τα έλεγαν και τα ήξεραν, είναι κανένας τώρα;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το 'μό πάππου λε πήιν 'ζ Ρουσία (Ο δικός μου παππούς λέει πήγε στη Ρωσία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κρεύισκα να πάου στα μορμόρια, ντετσ̑ού είχα αϊλφό, αϊλφή, ντυό πάππουια χαμένα, ντυό κάκις (Ήθελα να πάω στο νεκροταφείο, εκεί είχα αδελφό, αδελφή, δυό πεθαμένους παππούδες, δυό γιαγιάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχω 'να πάππος και φορών' εφτά qούνες (το κρεμμύδι) Συνών. αβούκας, παππούκας :1
2. Νονός Φάρασ. Συνών. δεξάμενος, νονός :1, σύντεκνος, τατάς
3. Μικρό χρωματιστό έντομο Ανακ., Αξ., Φερτάκ. : || Φρ. Χεγού πάππο (Θεού παππούς˙ είδος χρωματιστού εντόμου) -Μαυροχ. Συνών. παππούκας :4
4. Προσφώνηση προς ηλικιωμένο Μισθ., Ουλαγ. : Πάππο, έμα απέσ', κάτσε dο σεdίρ απάνω (Παππού, μπες μέσα, κάτσε στον καναπέ) Ουλαγ. -Κεσ. Πάππο, τι κρεύεις να φας; (Παππού, τι θέλεις να φας;) Ουλαγ. -Κεσ. Ένα παππούς ήτον τσ̑ι σκέπασ' μι τ' κάπα τ' (Ήταν ένας παππούς (ο άγιος) και μας σκέπασε με την κάπα του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. παππούκας :2
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025