παππούς
(ουσ. αρσ.)
παππούς
[paˈpus]
Σίλ., Φάρασ.
bαππούς
[baˈpus]
Σίλ.
πάππους
[ˈpapus]
Μισθ.
πάππος
[ˈpapos]
Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
πάππο
[ˈpapo]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ.
πάππου
[ˈpapu]
Μαλακ.
Γεν. Εν.
πάππου
[ˈpapu]
Μισθ.
Πληθ.
παππούδε
[paˈpuðe]
Ανακ.
πάππουις
[ˈpapuis]
Μισθ.
παππούκτες
[paˈpuktes]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. παπποῦς (< αρχ. πάππος).
1. Παππούς
ό.π.τ.
:
Πάππο, τι κρεύεις να φας;
(παππού, τι θέλεις να φας;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πάππου μ' τσείδι αστενάρ'
(Ο παππούς μου είναι άρρωστος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χεγού πάππο
(θεού παππούς)
Αξ.
-Μαυροχ.
Δα πάππουις, δα κάκις δα ήρταν τσαού σο χωριό λέισκαν τσι ξέριξι ντα, τσεί'ι νταρά κανένας;
(Οι παππούδες, οι γιαγιάδες που ήρθαν εδώ στο χωριό (από την Τουρκία) τα έλεγα και τα ήξεραν, είναι κανένας τώρα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
"Πορτοκάλ' ντιλίμ ντιλίμ" πάππους σ' ντο τραγώιζι
(Το "Πορτοκάλ' ντιλίμ ντιλίμ" το τραγουδούσε ο παππούς σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Χεγού πάππο
(Θεού παππούς˙ είδος χρωματιστού εντόμου)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αβούκας