ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράδερμα (ουσ. ουδ.) παράδερμα [paˈraðerma] Σινασσ. περίδρομος [peʹriðromos] Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. περίδερμα / περίδερμος. O τύπ. περίδρομος νεότ. (Λεξ. Σομ., βλ. και Κορ. Άτ. Δ 408, Georgacas 1960: 531) και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Παρανυχίδα Σινασσ. Συνών. παρανύχι
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025