παράδερμα
(ουσ. ουδ.)
παράδερμα
[paˈraðerma]
Σινασσ.
Πιθ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. δέρμα. Η λ. δεν σχετίζεται με το μεσν. ουσ. παράδερμα = βάσανο (< δέρνω). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. περίδρομος = παρανυχίδα (καταγεγραμμένη σημασία στη ν.ε διαλεκτολογία του 19ου αι.), πιθ. από το αρχ. ουσ. περίδρομος = ό,τι περιβάλλει κάτι.