παραγελώ
(ρ.)
παραγελώ
[paraʝeˈlo]
Σίλατ., Φλογ.
Μεταγν. ρ. περιγελῶ με επίδρ. του προθμ. παρα-. Η λ. πιθ. δεν σχετίζεται με το μεσν. παραγελῶ = χαμογελώ.