ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάπουλα (ουσ. θηλ.) πάπουλα [ˈpapula] Δίλ., Μισθ. πάπ'λα [ˈpapla] Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ. παπούλα [paˈpula] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. bαπούλα [baˈpula] Γούρδ. αbλά [aˈbla] Τελμ. Πιθ. από το λατιν. ουσ. papula. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 206).
Τσέπη ό.π.τ. : Τότε τράνσε σο bάπουλα τ', να έβρη ένα κιρbίσ̑' για να κάψει το κορίσ̑' (τότε κοίταξε στην τσέπη του, για να βρει ένα σπίρτο για να κάψει το κορίτσι) Γούρδ. -Dawk. Ας πάρου απ' ένα χούφτα σταφίις, ας γιομώσουμ' ντα πάπουλις μας (Ας πάρω μιά χούφτα σταφίδες, ας γεμίσουμε τις τσέπες μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχουμ' πάπουλα μάστικις, να μη μας πάρ' χαbάρ', που πγίνουμ' τζίαρα (΄Εχουμε στην τσέπη τσίχλες, να μη μας καταλάβει ότι κάνουμε τσιγάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δα πάπουλις τα φουσκών'νει, ει ούλα παράϊα; (Οι τσέπες που φουσκώνουν, είναι όλες (με) λεφτά;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τηρά και ένα καζάν λίρες. Το τσανό γομών' σ̑ην αbλά τ' (Βλέπει και ένα καζάνι λίρες. Ο χαζός γεμίζει (ενν. με τις λίρες) την τσέπη του.) Τελμ. -Dawk. Συνών. τσέπη, τσόπλα