πανωφόρου
(επίρρ.)
πανουφόρου
[panuˈforu]
Φάρασ.
Από το ουσ. πανώφορος = ανήφορος με τροπή [o] > [u] και με την προσθήκη του παραγωγ. επίθμ. -ου. Για την σύνταξη βλ. Φάβης (1948: 180-181).
Προς τα πάνω
:
Σήκωσεν τα σ̑έρε τ'ς πανουφόρου τσ̑' ευξώθη σην Παναΐα
(Σήκωσε τα χέρια της προς τα πάνω και ευχήθηκε στην Παναγία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήγρεψεν πανουφόρου
(Κοίταξε προς τα πάνω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Να φτύσ' πανουφόρου, ξει'ά σα γένε σου· να φτύσ' κατουφόρου, ξει'ά σον γκόφα σου
(Να φτύσεις προς τα πάνω, γλιστράει στα γένια σου· να φτύσεις προς τα κάτω, γλιστράει στον κόρφο σου˙ Η κακολογία σου τελικά θα επιστρέψει σε σένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
απάνορτα