ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανωφόρου (επίρρ.) πανουφόρου [panuˈforu] Φάρασ. Από την γενική πτώση, με τοπική σημ., του ουσ. πανώφορος. Για την σύνταξη βλ. Φάβης (1948: 180-181).
Προς τα επάνω : Σήκωσεν τα σ̑έρε τ'ς πανουφόρου τσ̑' ευξώθη σην Παναΐα (Σήκωσε τα χέρια της προς τα πάνω και ευχήθηκε στην Παναγία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ήγρεψεν πανουφόρου (Κοίταξε προς τα πάνω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μη σηκών’ τα φτάλμε σου τσ̑αι μη γρέπ' πανουφόρου (Μη σηκώνεις τα μάτια σου και μην κοιτάς ψηλά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έφεν την ταή του, 'στέρου πέτασεν πανουφόρου, μούγκρισεν, κόντ'σεν κως (Έφαγε την ταγή του, ύστερα πήδηξε ψηλά, μούγκρισε, τούρλωσε κώλο, ενν. το βόδι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. ’ρτιαίνει το νερό πανουφόρου (Διορθώνει το νερό προς τα πάνω˙ προσπαθεί να αναστρέψει την ροή του ποταμού, ματαιοπονεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ’ρνίθι, ’φότεζ έν’ ’ρνίθι, πένει νερό τσ̑αι γ’ρεύει πανουφόρου το Θεό (Η κότα, εφόσον είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει προς τα πάνω το Θεό· για τους αχάριστους˙ για τους αχάριστους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Να φτύσ' πανουφόρου, ξει'ά σα γένε σου· να φτύσ' κατουφόρου, ξει'ά σον γκόφα σου (Αν φτύσεις προς τα πάνω, γλιστράει στα γένια σου· αν φτύσεις προς τα κάτω, γλιστράει στον κόρφο σου˙ όταν κακολογούμε τελικά βλάπτουμε τον εαυτό μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απάνορτα
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025