ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απάνορτα (επίρρ.) απάνορτα [aˈpanorta] Μισθ., Φλογ. απάνουρτα [aˈpanurta] Μαλακ., Μισθ. Από το επίρρ. απάνω και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Πβ. ορθά
Προς τα επάνω ό.π.τ. : Πότι ξέβαν απ' τα… απ' του καειστηγή απάνουρτα; (Από πότε βγήκαν από τα… από κάτω από την γη προς τα επάνω, δηλ. από πότε άρχισαν να έχουν όχι υπόγεια αλλά υπέργεια σπίτια;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έφ'χαν απ' Μερσίνα, απ' Κύπρο λίου απάνορτα (Έφυγαν από την Μερσίνα, (που είναι) λίγο πιο πάνω από την Κύπρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. πανωφόρου