απανινού
(επίθ.)
απανού
[apaˈnu]
Μισθ.
'πανού
[paˈnu]
Φάρασ.
απανωνού
[apanoˈnu]
Φλογ.
απανουνού
[apanuˈnu]
Φλογ.
Από το νεότ. επίθ. ἀπανινός (< ἀπάνω + -ινός). Η λ. στον Σομ. (λ. ἀπάνω). Ο τύπ. απανού με συγκοπή και σύνταξη κατά γεν. αναλογ. προς άλλα τοπ. και χρον. επιρρήματα (απανινός > απανινού > απαν'νού). Ο τύπ. απανωνού αναλογ. κατά το απάνω. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἀπανινός.
2. Ως επίρρ., με συνοδεία γεν., επάνω
Φάρασ., Φλογ.
:
Το πρόσωπο σ' εκατό φορά μ' το είδα, τεχά λέει, και βγαλλίσ̑κει ασ' σα σαλάκε τ' τα 100 λίρες και δείχνει απανωνού τ'νε τα σουράτια
(Το πρόσωπό σου το έχω δει 100 φορές, νά λέει, και βγάζει από την τσέπη του τις 100 λίρες και δείχνει το πρόσωπο του (χαραγμένο) απάνω τους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Πού είστε Βαρασ̑ώτοι, 'πανού σα δώματα
((Πού είστε Φαρασιώτες, πάνω στα δώματα))
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
απάνω, Αντίθ
κάτω :1