Αξενός
(ουσ. αρσ.)
Αξενός
[akseˈnos]
Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Σινασσ., Τροχ.
Από το τοπων. Αξός και το παραγωγ. επίθμ. -ινός με [e] λόγω του παρακείμενου υγρού.
Ο προερχόμενος από την Αξό
ό.π.τ.
:
Μέσα, 'ντάμα ήρταν Ανταβαλιώτ', Σεμεντεριώτ', Αξενοί, Μισιώτ', Λημνιώτ'· Μπεηκοϊλήδες δικοί μας 'ντάμα τ'νε δεν ήταν
(Μέσα, μαζί ήρθαν Ανταβαλιώτες, Σεμεντριώτες, Αξενοί, Μιστιώτες, Λημνιώτες· κάτοικοι του Μπέηκιοϊ δικοί μας δεν ήταν μαζί τους)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Αξενό κ̇ιρυός λαλεί
(Φυσάει άνεμος από την Αξό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αξενού κ͑ετσ̑ούκα
(Αξενίτικη χύτρα· είδος πήλινης χύτρας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αξενοί, Τρεχέτ’ το ίδιο ταράφ’
(Αξενοί και Τροχιώτες (είναι) η ίδια φάρα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Α λαλήσ’ Αξενός, ούλα μπάτ’σαν, χάλασαν, ούλα να πάρουνε ντασάχια
(Αν φυσήξει άνεμος από την Αξό, όλα καταστράφηκαν, όλα θα πάρουν τ' αρχίδια τους)
Μισθ., Αραβ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Τ’ Αξενού το χωριό
(Το χωριό του κατοίκου της Αξού, το Μπέηκιοϊ˙ παροικία της Αξού)
Αξ.
-Μαυροχ.