ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντίχαρα (ουσ. θηλ.) ανdίχαρα [anˈdixara] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. Νεότ. ουσ. αντίχαρα (Mackridge 2021: 202), το οπ. από το πρόθμ. αντί και το ουσ. χαρά. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀντίχαρα).
Η γιορτή που γινόταν στο πατρικό σπίτι της νύφης οχτώ μέρες μετά τον γάμο ό.π.τ.