ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντιβάλλω (ρ.) ανdιβάλλω [andiˈvalo] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. Αρχ. ρ. ἀντιβάλλω = συγκρίνω. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀντιβάλλω.
Αναφέρω, μνημονεύω, μόνο σε άσμ. ό.π.τ. : || Ασμ. Άγιο μ', άγιο μ', Άι Γιώρη μου, χρυσέ μου καβαλλάρη
έχω μιά χάρη να σου πω, θέλω να σ' ανdιβάλω
((Άγιε μου, άγιε μου, Άγιε Γιώργη μου, χρυσέ μου καβαλάρη,
έχω μιά χάρη να σου πω, θέλω να σ' την αναφέρω))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αντίζω, μνημονεύω