αντιβάλλω
(ρ.)
ανdιβάλλω
[andiˈvalo]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
Αρχ. ρ. ἀντιβάλλω = συγκρίνω. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀντιβάλλω.