αντής
(ουσ. αρσ.)
αdής
[aˈdis]
Φάρασ.
ατής
[aˈtis]
Φάρασ.
Πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. επίθ. adiş = εξοργισμένος, προσβεβλημένος από κάποιον. Μάλλον εσφαλμένη η άποψη του Καρολίδη (1885: 67) ότι πρόκειται για λ. αρμεν. προελεύσεως.
Εχθρός
Συνών.
ντουσμάνος, οχτρός