αντά
(επίρρ.)
ανdά
[anˈda]
Τελμ.
αdά
[aˈda]
Φάρασ.
Από το παλαιότ. τουρκ. επίρρ. anda = εδώ, τώρα. Η σημ. 3 κατά το ΙΛΝΕ προστακτ. του διαλεκτ. ρ. αντώ = συναντώ (ΙΛΝΕ, λ. ἀντῶ).
2. Ως χρον. επίρρ., τώρα
:
Άμε, πε ντα την απλά σου, αdά ντο γεμέκι ’ς τα χαζιρλανdήσει
(Άντε πες στην κυρά σου να ετοιμάσει τώρα το φαγητό)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αρέ, αρέτσα, εδαρέ, καινούργια, τώρα
3. Ως δεικτ. μόρ., νά, δες
Τελμ.
:
Ανdά, έχω γκι ένα πούσλα
(Να, έχω κι ένα γράμμα)
Τελμ.
-Dawk.
Ανdά, εδά σο μεϊβά απάνω 'νdαι
(Να, εδώ πάνω στο δέντρο είναι)
Τελμ.
-Dawk.
Ανdά! Tερλετίρντα το λίγο και μπέλκι νίσκεται καλά
(Να, κάνε τον λίγο να ιδρώσει και ίσως γίνεται καλά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μά