τσαού
(επίρρ.)
τσ̑αού
[tʃaˈu]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
τσαώ
[tsaˈo]
Μισθ.
Aπό το επίρρ. εκειά και το δεικτ. στοιχείο -ού. Το -ού είναι συνήθης κατάλ. τοπικών επιρρημάτων, πβ. το ντετσ̑ού = εκεί.
Εδώ
ό.π.τ.
:
Πότ΄ μπερί τσ̑είσι τσ̑αού;
(Από πότε είσαι εδώ;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να πας τσ̑αού σου χωριό να 'α ξαναgιαλαέψεις;
(Θα πας εδώ στο χωριό να τα ξανασυζητήσεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ντε τσ̑είδι τσ̑αού
(Δεν είναι εδώ˙ Απουσιάζει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε 'μι τσ̑αού
(Δεν είμαι εδώ˙ Απουσιάζω, λείπω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tσ̑αού σταυρό, 'ντετσ̑ού διάουλους
(Εδώ σταυρός, εκεί διάβολος˙ Φράση που την έλεγαν όταν το καλοκαίρι σηκωνόταν κάποιος ανεμοστρόβιλος ή δυνατός αέρας και προκαλούσε σοβαρές ζημιές στα σπαρτά, ίσως με την έννοια εδώ κοντά μας να είναι ο Θεός και να μας προστατεύει και εκεί που βλέπουμε τα σπαρτά να καταστρέφονται είναι ο διάβολος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αντά :1, γη, εδά :1, εδώ :1, ώδε