ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαού (επίρρ.) τσ̑αού [tʃaˈu] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. τσαώ [tsaˈo] Μισθ. Aπό το επίρρ. εκειά και το δεικτ. στοιχείο -ού. Το -ού είναι συνήθης κατάλ. τοπικών επιρρημάτων, πβ. το ντετσ̑ού = εκεί.
Εδώ ό.π.τ. : Πότ΄ μπερί τσ̑είσι τσ̑αού; (Από πότε είσαι εδώ;) Μισθ. -Κοτσαν. Να πας τσ̑αού σου χωριό να 'α ξαναgιαλαέψεις; (Θα πας εδώ στο χωριό να τα ξανασυζητήσεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ντε τσ̑είδι τσ̑αού (Δεν είναι εδώ˙ Απουσιάζει) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε 'μι τσ̑αού (Δεν είμαι εδώ˙ Απουσιάζω, λείπω) Μισθ. -Κοτσαν. Tσ̑αού σταυρό, 'ντετσ̑ού διάουλους (Εδώ σταυρός, εκεί διάβολος˙ Φράση που την έλεγαν όταν το καλοκαίρι σηκωνόταν κάποιος ανεμοστρόβιλος ή δυνατός αέρας και προκαλούσε σοβαρές ζημιές στα σπαρτά, ίσως με την έννοια εδώ κοντά μας να είναι ο Θεός και να μας προστατεύει και εκεί που βλέπουμε τα σπαρτά να καταστρέφονται είναι ο διάβολος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αντά :1, γη, εδά :1, εδώ :1, ώδε