τσαπουτώνα
(επίθ.)
τσ̑απουτώνα
[tʃapuˈtona]
Φάρασ.
τ͑σ̑απουτώνα
[tʰʃapuˈtona]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσαπούτι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πάνινος
Συνών.
πανιώνας