τσάρκι
(ουσ. ουδ.)
τσάρχι
[ˈtsarçi]
Αφσάρ.
τσάριγ
[ˈtsariɣ]
Φλογ.
τσ̑άρκ'
[tʃark]
Ανακ., Αραβ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
τσ̑άκρι
['tʃakri]
Φάρασ.
τσ̑άχρι
['tʃaxri]
Φάρασ., Φκόσ.
τσ̑άκρo
['tʃakrο]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. τζάρκι = τροχός (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1377 «Τὸ τζάρκι ὅμως γύρισε καὶ ἔκαμε νὰ φτάξῃ, νά ’ρθῃ στὴ βρύση ὁ Βεφὰς τὸ κάδρο νὰ κοιτάξῃ), το οπ. το τουρκ. ουσ. çark (< περσ. çarḫ) = α) ρόδα β) τόρνος γ) φτερωτή μύλου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çarh (THADS 3, λ. çarh III). Πβ. το νεότ. ουσ. τσέρκι (Λεξ. Σομ.).
4. Φτερωτή μύλου
Ανακ., Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Κατεβαίνισκε το νερό από το τσ̑άρκ'
(Kατέβαινε το νερό από τη ρόδα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Το τσάχρι μο τα φτερά
(Ο τροχός με τα φτερά)
Φκόσ.
Σα μύλουζγια βούτανεν στου λερό, στου τσ̑άρκ' απάνου
(Στους μύλους βούταγε στο νερό, δίπλα στη ρόδα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Α δε βρίσ̑κισκεν φαϊτά, α δε νισ̑κότον καλά, παιρπαίνσ̑καν το σο Λίμνα, σο τσ̑άρκ
(Αν δεν έβρισκε όφελος από αυτό, αν δεν γινόταν καλά, το πήγαιναν στη Λίμνα, στη φτερωτή του μύλου όπου έπεφτε το νερό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812