τσαρσί
(ουσ.)
τσ̑αρσ̑ί
[tʃarˈʃi]
Φλογ.
τσ̑αρσού
[tʃarˈsu]
Σίλ.
τσ̑αρτσι̂́
[tʃarˈtsɯ]
Ουλαγ.
τσ̑αρτσ̑ί
[tʃarˈtʃi]
Μισθ.
τ͑σ̑αρτ͑σ̑ί
[tʰʃaˈrtʰʃi]
Φάρασ.
Αρσ.
τ͑σ̑αρτ͑σ̑ής
[tʰʃaˈrtʰʃis]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. τσαρσί = εμπορική περιοχή, παζάρι (Mackridge 2021: 147), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çarşı (< περσ. çārsū) = αγορά.
Αγορά
ό.π.τ.
:
Ύστερα δίν' το ένα βόιτ', να το παρπάιχ' σο τσ̑αρσ̑ί να πουλήσ̑'
(Ύστερα του δίνει ένα βόδι, για να το πάρει και να πάει στην αγορά να το πουλήσει)
Φλογ.
-Dawk.
Πήγαμ' τσ̑αρσού μέσα, είραμ', πορπάτσ̑ησαμ'
(Πήγαμε μέσα στην αγορά, κοιτάξαμε, περπατήσαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παίνιξαμ' σ’ Νίγδης ντου τσ̑αρτσ̑ί
(Πήγαμε στην αγορά της Νίγδης)
Μισθ.
-Κοτσαν.