τσαρντάκι
(ουσ.)
τσαρντάκ'
[tsarˈdak]
Τροχ.
τσ̑αρτάκ'
[tʃarˈtak]
Μαλακ.
τσ̑αρντάχ̇ι
[tʃarˈdaxi]
Φάρασ., Φκόσ.
τσ̑αρdάχ'
[tʃarˈdax]
Αξ., Μισθ., Σίλατ.
Από το νεότ. ουσ. τζαρντάκι (Λεξ. Σομ., λ. ντζαρντάκι ‘εξώστης, λιακωτό’), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çardak (< περσ. çārṭāḳ) = πρόχειρο στέγαστρο.
1. Πρόχειρα φτιαγμένο στέγαστρο για σκιά, υπόστεγο
Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
:
Μουλλών' τα σου τσ̑αρντάχ'
(Τα κρύβει στο υπόστεγο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Φτωχικό σπίτι, τσαρδάκι
ό.π.τ.
:
Ετό το κορίτσ̑' σο τσ̑αρντάχ, 'τον σέμηνε, ηύρενε εφτά σκετέλια
(Αυτό το κορίτσι, όταν μπήκε σ' εκείνο το τσαρδί, βρήκε εφτά πιάτα)
Σίλατ.
-Dawk.