ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαρντάκι (ουσ.) τσαρντάκ' [tsarˈdak] Τροχ. τσ̑αρτάκ' [tʃarˈtak] Μαλακ. τσ̑αρντάχ̇ι [tʃarˈdaxi] Φάρασ., Φκόσ. τσ̑αρdάχ' [tʃarˈdax] Αξ., Μισθ., Σίλατ. Από το νεότ. ουσ. τζαρντάκι (Λεξ. Σομ., λ. ντζαρντάκι ‘εξώστης, λιακωτό’), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çardak (< περσ. çārṭāḳ) = πρόχειρο στέγαστρο.
1. Πρόχειρα φτιαγμένο στέγαστρο για σκιά, υπόστεγο Μαλακ., Μισθ., Τροχ. : Μουλλών' τα σου τσ̑αρντάχ' (Τα κρύβει στο υπόστεγο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Φτωχικό σπίτι, τσαρδάκι ό.π.τ. : Ετό το κορίτσ̑' σο τσ̑αρντάχ, 'τον σέμηνε, ηύρενε εφτά σκετέλια (Αυτό το κορίτσι, όταν μπήκε σ' εκείνο το τσαρδί, βρήκε εφτά πιάτα) Σίλατ. -Dawk.