τσαρκιφελέκι
(ουσ. ουδ.)
τσαρκ̇ιφελέκια
[tsarkɯˈfeleca]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. τζαρκιφελέκι (ή τζαρκί φελέκι) = τροχός της τύχης (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1365 «Τὸν κόσμον τούτονα καλὰ τὸν λὲν τζάρκι φελέκι, γιατὶ γυρίζει πάντοτε, σὲ μιὰ στάση δὲν στέκει»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çarkıfelek = α) το φυτό Παθανθές (Passiflora) β) είδος πυροτεχνήματος γ) τροχός της τύχης.
Κυλινδρικά ασημένια στολίδια της τσάφκας, δηλ. του νυφικού καλύμματος