τσαρπτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
τ͑σ̑αρπ͑τ͑ιέσ’μα
[tʰʃarˈpʰtʰiˈezma]
Φάρασ.
Από το θ. του ρ. τσαρπτώ, όπου και τύπ. τ͑σ̑αρπ͑τ͑ιέω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
1. Χτύπημα, πέταμα στη γη με ορμή
2. Απάτη