ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαρτσιλίχι (ουσ. ουδ.) τ͑σ̑αρτ͑σ̑ιλίχ̇ι [tʰʃartʰʃiˈlixi] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. çerçilιk = μικρεμπόριο
Μικρεμπόριο : Ο Τούρκους φτέν'κιν μο το βορντώνι του τ͑σ̑αρτ͑σ̑ιλίχ̇ι 'ς Τσ̑αισάρας τσ̑αι σου Βαρασ̑ού τα χωρία (Ο Τούρκος έκανε μικρεμπόριο, ήταν γυρολόγος, με το μουλάρι του στα χωριά της Καισάρειας και των Φαράσων) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. αλισβερίσι