τσαρτσάφι
(ουσ.)
τσ̑αρτσ̑άφι
[tʃarˈtʃafi]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑αρτσ̑άφ'
[tʃarˈtʃaf]
Μισθ., Σεμέντρ.
τσ̑αρτσ̑άχ̇ι
[tʃarˈtʃaxi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. çarşaf = α) σεντόνι β) γυναικείο πέπλο. Για την λ. βλ. Μπόγκας (1959: 214).
1. Σεντόνι
ό.π.τ.
:
Το τσ̑αρτσ̑άφι μας σέλει να τα ιλτζ̑ίσουμι
(Το σεντόνι μας θέλει τρύπωμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Ειδικότ., η μπαντανία με την οποία τύλιγαν το βρέφος
Μισθ.
2. Ρούχο
Σεμέντρ.
:
Τα τσαρτσ̑άφια τ’ ξέβαλεν ντα το χανι̂́μ
(Η χανούμισσα έβγαλε τα ρούχα της)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283