τσαρπτώ
(ρ.)
τσ̑αρπτώ
[tʃarˈpto]
Αξ., Σινασσ.
τ͑σ̑αρπ͑τ͑ι-έω
[tʰʃarˈpʰtʰiˈeo]
Φάρασ.
τσ̑αρπώ
[tʃarˈpo]
Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Χαλβάντ.
τσ̑αρπι-έου
[tʃarpiˈeu]
Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
τσ̑αρπάdεινα
[tʃarˈpadina]
Τροχ.
Αόρ.
τσ̑άρπ'σα
[ˈtʃarpsa]
Τροχ., Τσαρικ.
τσ̑άρφσα
[ˈtʃarfsa]
Αξ.
Παθ. Αόρ.
τσ̑αρπι-έστα
[tʃarpiˈesta]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çarpmak = α) χτυπώ κάποιον β) συγκρούομαι, τρακάρω με κάποιον γ) για αρνητικές καταστάσεις π.χ. ήλιος, μέθη, αρρώστεια, βαράω κάποιον δ) κλέβω.
1. Χτυπάω
ό.π.τ.
:
Τρία φοράς τσ̑αρπτούν ντο χαράη τ'νε
(Τρεις φορές χαστουκίζουν (μετά την κηδεία) το πρόσωπό τους)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άι-Γιώρης ας με τσ̑αρπήσει
(Να με χτυπήσει ο Άι-Γιώργης· ομωτική επίκληση άρνησης)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Ούλα ντα κότσιλα τσ̑άρψιν δα
(Όλα τα κότσιλα τα χτύπησε, δηλ. τα πέτυχε και τα έρριξε έξω από τον κύκλο όπου ήταν τοποθετημένα και τα κέρδισε)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Φύε να μη σε τσ̑αρπήσω
(Φύγε να μη σε χτυπήσω)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Χτύπειναμ’ το, τσατπάτ δίναμ’ το, τσ̑αρπάντειναμ’ το
(Το χτυποπυσαμε, πατπάτ το χτπούσαμε, το χτυπούσαμε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Ντώκα το, τσ̑άρπ’σα το
(Του έριξα, το πέτυχα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Ρίχνω κάτω με ορμή
Φάρασ.
3. Παθητ., τρακάρω
Φάρασ.
4. Παθαίνω εγκεφαλικό
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 28/05/2025