Τσαρικλιώτης
(ουσ.)
Τσ̑αρικλιώτης
[tʃariˈkʎotis]
Μισθ.
Θηλ.
Τσ̑αρικλιώτ'σσα
[tʃariˈkʎotsa]
Ανακ.
Από το τοπων. Τσαρικλί και το επίθμ. -ιώτης.
Αυτός που κατοικεί στο Τσαρικλί ή κατάγεται από αυτό
:
Νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ'
(Όταν χτίζαμε την εκκλησία, οι Τσαρικλιώτες ήταν (ακόμη) στο χωριό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.