τσαπράζι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άπράζ̑
[tʃaˈpraʒ]
Αξ., Μαλακ.
τσαπράχ
[tsaˈprax]
Μισθ.
τσ̑απ͑ράζι
[tʃaˈpʰrazi]
Φάρασ.
Νεότ. τσαπράζι = διακοσμητική αγκράφα (Mackridge 2021: 94), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çapraz = α) ως επίθ., σταυρωτός β) ως ουσ. άγκιστρο γ) διαλεκτ. είδος πόρπης.
1. Χρυσά ή αργυρά κοσμήματα που φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος σε ανδρικές ενδυμασίες
Μισθ.