ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπράζι (ουσ. ουδ.) τσ̑άπράζ̑ [tʃaˈpraʒ] Αξ., Μαλακ. τσαπράχ [tsaˈprax] Μισθ. τσ̑απ͑ράζι [tʃaˈpʰrazi] Φάρασ. Νεότ. τσαπράζι = διακοσμητική αγκράφα (Mackridge 2021: 94), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çapraz = α) ως επίθ., σταυρωτός β) ως ουσ. άγκιστρο γ) διαλεκτ. είδος πόρπης.
1. Χρυσά ή αργυρά κοσμήματα που φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος σε ανδρικές ενδυμασίες Μισθ.
2. Πόρπη, θηλύκι Αξ., Μαλακ., Φάρασ. Συνών. θελύκι, τοκάς