τσαπαλαντίζω
(ρ.)
τσ̑απαλανdι̂́ζω
[tʃapalaˈdɯzo]
Αραβαν.
τσ̑απαλατίζω
[tʃapalaˈtizo]
Φάρασ.
τσ̑απαλατίζου
[tʃapalaˈtizu]
Φάρασ.
τσ̑απαλαστίζου
[tʃapalaˈstizu]
Μισθ.
τσ̑απαλαdού
[tʃapalaˈdu]
Ουλαγ.
τσ̑απαλατώ
[tʃapalaˈto]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑απαλατώου
[tʃapalaˈtou]
Φάρασ.
γ' Εν.
τσ̑αbαλαdά
[tʃabala'da]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. çabalamak (< παλ. τουρκ. çapala-) = προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çapalamak (THADS 3, λ. çapalamak Ι).
1. Προσπαθώ, καταβάλλω κόπο
ό.π.τ.
:
Σως το βραδύ τσ̑απαλατίσκε ν'τα κομbώσει τσ̑αι τίπως τζ̑ο πασ̑άρεψε
(Ως το βράδυ αγωνίστηκε να τον ξεγελάσει και τίποτα δεν κατάφερε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τσαπαλάτ'σινι ν' ντα 'νοίξει, τσο πόρκεινι
(Προσπάθησε να το ανοίξει, δεν μπορούσε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
πολεμώ :1, τσαλιστίζω, παλεύω
β.
Αγωνιώ, υποφέρω κοπιάζοντας
Ουλαγ., Τσουχούρ.
:
Ντo καλόν ντο ψυή ως να χαεί λαλεί· αν εν κακό ψυή, τσαπαλαdά
(Η καλή ψυχή, δηλ. ο καλόψυχος άνθρωπος, μέχρι να πεθάνει μιλάει· αν είναι κακή ψυχή, αγωνιά επιθανάτια
)
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ξείλτσιν στη, τσαπαλατεί, δίτει ψυσ̑ή
(Έπεσε καταγής, αγωνιά, ψυχορραγεί
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Ασχολούμαι με κάτι
Μισθ.
:
Mιτ΄ το τι τσ̑απαλαστίεις;
(Με τι ασχολείσαι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.