ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπαλαντίζω (ρ.) τσ̑απαλανdι̂́ζω [tʃapalaˈdɯzo] Αραβαν. τσ̑απαλατίζω [tʃapalaˈtizo] Φάρασ. τσ̑απαλατίζου [tʃapalaˈtizu] Φάρασ. τσ̑απαλαστίζου [tʃapalaˈstizu] Μισθ. τσ̑απαλαdού [tʃapalaˈdu] Ουλαγ. τσ̑απαλατώ [tʃapalaˈto] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑απαλατώου [tʃapalaˈtou] Φάρασ. γ' Εν. τσ̑αbαλαdά [tʃabala'da] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. çabalamak (< παλ. τουρκ. çapala-) = προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çapalamak (THADS 3, λ. çapalamak Ι).
1. Προσπαθώ, καταβάλλω κόπο ό.π.τ. : Σως το βραδύ τσ̑απαλατίσκε ν'τα κομbώσει τσ̑αι τίπως τζ̑ο πασ̑άρεψε (Ως το βράδυ αγωνίστηκε να τον ξεγελάσει και τίποτα δεν κατάφερε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τσαπαλάτ'σινι ν' ντα 'νοίξει, τσο πόρκεινι (Προσπάθησε να το ανοίξει, δεν μπορούσε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. πολεμώ :1, τσαλιστίζω, παλεύω
β. Αγωνιώ, υποφέρω κοπιάζοντας Ουλαγ., Τσουχούρ. : Ντo καλόν ντο ψυή ως να χαεί λαλεί· αν εν κακό ψυή, τσαπαλαdά (Η καλή ψυχή, δηλ. ο καλόψυχος άνθρωπος, μέχρι να πεθάνει μιλάει· αν είναι κακή ψυχή, αγωνιά επιθανάτια ) -ΚΜΣ-Θεοδ. Ξείλτσιν στη, τσαπαλατεί, δίτει ψυσ̑ή (Έπεσε καταγής, αγωνιά, ψυχορραγεί ) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Ασχολούμαι με κάτι Μισθ. : Mιτ΄ το τι τσ̑απαλαστίεις; (Με τι ασχολείσαι;) Μισθ. -Κοτσαν.