ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπαλαντώ (ρ.) τσ̑απαλανdι̂́ζω [tʃapalaˈdɯzo] Αραβαν., Μαλακ. τσ̑απαλαΐζoυ [tʃapalaˈizu] Σίλ. τσ̑απαλατώου [tʃapalaˈtou] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çapalamak = σκαλίζω.
Σκάβω με τσάπα ό.π.τ. : Σε πάου στ’ αμbέλι, σε τσ̑απαλαΐσου, σε τραβήσου χορτάρια (Όταν πάω στο αμπέλι, θα σκάψω με την τσάπα, θα ξερριζώσω χορτάρια) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Συνών. τσαπίζω