ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπίζω (ρ.) τσαπίζω [tsaˈpizo] Ανακ. τσαπίζου [tsaˈpizu] Φκόσ. τσ̑απίζου [tʃaˈpizu] Μισθ. Παρατατ. τσάπιζα [ˈtsapiza] Ανακ., Φκόσ. τσ̑άπιζα [ˈtʃapiza] Ποτάμ. Μεσν. ρ. τσαπίζω.
Σκάβω με τσάπα ό.π.τ. : Τσάπιζαν τα με το σκεπάρ’ (Τα τσάπιζαν με το σκεπάρνι) Ανακ. -Κωστ.Α. Τσ̑απίζου ντου μπαχτσ̑ά μ’ (Τσαπίζω τον κήπο μου ) Μισθ. -Κοτσαν. Tσ̑άπιζαμ' τα, να θέκουμ' λία παχλά, αγκοζόμια, τερέδια (Τα σκαλίζαμε, για να φυτέψουμε λίγα κουκκιά, ρόκες, κάρδαμο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Συνών. τσαπαλαντώ