τσανταμάρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ανdαμάρι
[tʃandaˈmari]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. can damarı = φλέβα της ψυχής.
Τροποποιήθηκε: 31/01/2024