τσαπάκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑απάκ
[tʃaˈpak]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. çapak = α) τσίμπλα β) είδος κυπρίνου (Tietze 2016: çapak Ι, ΙΙ).
1. Τσίμπλα
Μαλακ.
2. Αλίπαστος κυπρίνος Ικονίου
Μαλακ.